- Σίδης
- Σίδηpomegranatefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίδης — σίδη pomegranate fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος … Dictionary of Greek
παμφυλία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο νότιο τμήμα της και κατά μήκος της Μεσογείου, όπου σχηματίζει το Παμφύλιο πέλαγος ή κόλπο της Αττάλειας. Το στενό σχήμα της χώρας εκτείνεται μεταξύ του νοτιότατου ακρωτηρίου της Μικράς Ασίας, του Ανεμουρίου (Αναμούρ)… … Dictionary of Greek
σίδειος — εία, ον, ΜΑ [σίδη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίδη*, στη ροδιά («σίδειος κλάδος ὁ τῆς σίδης», Θεόγνωστ. Καν.) … Dictionary of Greek
φοινώδης — ῶδες, Α [φοινός] αυτός που είναι κόκκινος σαν το αίμα («καρπὸν... φοινώδεα σίδης», Νίκ.) … Dictionary of Greek
Βοιαί/-ες — Αρχαία παραθαλάσσια πόλη στη χερσόνησο της Λακωνίας, στη θέση της σημερινής Νεάπολης. Βρισκόταν στον μυχό του Βοιατικού κόλπου (σημερινός όρμος Βάτικα). Την πόλη αυτή, κατά την παράδοση, έχτισε ο Ηρακλείδης Βοιός με υπόδειξη της θεάς Άρτεμης και… … Dictionary of Greek
Ητεία — Αρχαία πόλη που βρισκόταν στα ΒΑ της Kρήτης, στη δυτική γωνία του κόλπου της σημερινής Σητείας και κοντά στο χωριό Πετράς, όπου έχουν διασωθεί ερείπια πολυγωνικού τείχους. Ονομαζόταν και Ήτις. Στην πόλη αυτή γεννήθηκε o φιλόσοφος Μύσων. Με την… … Dictionary of Greek
Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… … Dictionary of Greek